λημμάτων

λημμάτων
λη̱μμάτων , λῆμμα
anything received
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποδελτίωση — η αναγραφή, καταχώριση λημμάτων σε δελτία, ταξινόμηση αρχείων με δελτία …   Dictionary of Greek

  • αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… …   Dictionary of Greek

  • λημματογραφώ — 1. συντάσσω κατάλογο λημμάτων, συνήθως με αλφαβητική σειρά 2. συγγράφω λήμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμμα + γράφω (πρβλ. κινηματογραφώ)] …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγέας — ο / προσαγωγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. μουσ. η έβδομη βαθμίδα στο τονικό σύστημα τής ευρωπαϊκής μουσικής που προετοιμάζει την υποδοχή τής τονικής, τής όγδοης βαθμίδας αρχ. 1. αυτός που φέρνει, που παρουσιάζει κάποιον σε κάποιον άλλο 2. μτφ. (για τον… …   Dictionary of Greek

  • συντάκτης — ο, ΝΑ, και συντάχτης, θηλ. συντάκτρια και συντάχτρια, Ν [συντάσσω] αυτός που συντάσσει ή έχει συντάξει ένα γραπτό κείμενο («ο συντάκτης τής προκήρυξης παραμένει άγνωστος») νεοελλ. 1. επαγγελματίας δημοσιογράφος εφημερίδας ή περιοδικού 2.… …   Dictionary of Greek

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”